- κουκούλι
- cocon
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κουκούλι — Βλ. λ. βόμβυκας. * * * και κουκούλιο, το (ΑM κουκούλιον, Μ και κουκούλλιον) 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, κουκούλα, κεφαλόδεσμος 2. (στο Βυζάντιο) (ο τ. κουκούλιο[ν]) ειδική ονομασία τού προοιμίου τών κοντακίων νεοελλ. 1. μαλακή θήκη που παράγεται… … Dictionary of Greek
κουκούλι — το 1. χοντροειδές κάλυμμα της κεφαλής. 2. το βομβύκιο του μεταξοσκώληκα. 3. είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουκουλιάζω — [κουκούλι] 1. (για μεταξοσκώληκα) σχηματίζω κουκούλι, μεταβάλλομαι σε βομβύκιο 2. καλύπτω κάποιον από το κεφάλι, κουκουλώνω … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
κλαδώνω — [κλαδί] 1. (για φυτά) αποκτώ κλαδιά 2. (για μεταξοσκώληκα) ανεβαίνω στα κλαδιά για να κατασκευάσω το κουκούλι 3. (σηροτρ.) τοποθετώ κάθετα κλαδιά, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν… … Dictionary of Greek
κουκουλήθρα — η ό,τι απομένει από το κουκούλι μετά την αφαίρεση τού μεταξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκούλι + κατάλ. ήθρα (παρεκτεταμένη μορφή τού επιθήματος θρα), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] … Dictionary of Greek
Οικονόμου, Μάνθος — (1754 – 1820). Λόγιος και Φιλικός. Ήταν γραμματέας του Αλή πασά και άνθρωπος της εμπιστοσύνης του. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο Κουκούλι και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα όπου φοίτησε στη σχολή που υπήρχε τότε εκεί. Έμαθε τη γαλλική… … Dictionary of Greek
Zagori — (Greek Ζαγόρι, is a region in the Pindus mountains in Epirus, in northwestern Greece. It has an area of some 1,000 square kilometers contains 45 villages known as Zagoria or the Zagorohoria, and is in the shape of an upturned equilateral triangle … Wikipedia
Koukouli — ( el. Κουκούλι) is a neighbourhood in the city of Patras, Achaia, Greece … Wikipedia
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek